- βουκόλησις
- βουκόλ-ησις, εως, ἡ,A tending of cattle, Plu.2.802e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουκόλησις — βουκόλησις, η (AM) [βουκολώ] 1. το να βόσκει κανείς βόδια 2. παραπλάνηση, εξαπάτηση … Dictionary of Greek
βουκολήσεις — βουκόλησις tending of cattle fem nom/voc pl (attic epic) βουκόλησις tending of cattle fem nom/acc pl (attic) βουκολέω tend cattle aor subj act 2nd sg (epic) βουκολέω tend cattle fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκόλησιν — βουκόλησις tending of cattle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολήσεως — βουκολήσεω̆ς , βουκόλησις tending of cattle fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)